περιληπτικός

περιληπτικός
-ή, -ό / περιληπτικός, -ή, -ον, ΝΑ [περιλαμβάνω]
1. αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλά σε σχέση με την μορφή του
2. φρ. «περιληπτικό όνομα»
γραμμ. το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει πλήθος τών όμοιων σε συγκροτημένη ενότητα και ως ενιαίο σύνολο προσώπων ή πραγμάτων, όπως λ.χ. οι λέξεις κόσμος, λαός, στρατός, οικογένεια κ.ά., και για τον λόγο αυτό συντάσσεται ορισμένες φορές με πληθυντικό αριθμό, κατά παράβαση τών σχετικών συντακτικών κανόνων
νεοελλ.
1. (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που σε λίγες λέξεις περιέχει πολλά νοήματα
2. αυτός που γράφεται ή εκφέρεται σε περίληψη, βραχυλογικός («περιληπτική εξιστόρηση τών γεγονότων»)
αρχ.
1. ευνόητος, καταληπτός
2. αυτός που περιλαμβάνει, που περιέχει κάτι, περιεκτικός.
επίρρ...
περιληπτικώς / περιληπτικῶς, ΝΑ, και περιληπτικά Ν
με λίγα λόγια, κατά περίληψη, σε περίληψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιληπτικός — that may be taken hold of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικός — ή, ό 1. σύντομος, περιεκτικός, βραχυλογικός: Περιληπτική απόδοση του περιεχομένου ενός έργου. 2. (γραμμ.), όνομα σε ενικό αριθμό πού δηλώνει πολλά ομοειδή πράγματα: Λαός, κοπάδι, αγέλη, σειρά, οπωρώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιληπτικά — περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc pl περιληπτικά̱ , περιληπτικός that may be taken hold of fem nom/voc/acc dual περιληπτικά̱ , περιληπτικός that may be taken hold of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικώτερον — περιληπτικός that may be taken hold of adverbial comp περιληπτικός that may be taken hold of masc acc comp sg περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικωτάτων — περιληπτικός that may be taken hold of fem gen superl pl περιληπτικός that may be taken hold of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικωτέρων — περιληπτικός that may be taken hold of fem gen comp pl περιληπτικός that may be taken hold of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικόν — περιληπτικός that may be taken hold of masc acc sg περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικώτατα — περιληπτικός that may be taken hold of adverbial superl περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικώτατον — περιληπτικός that may be taken hold of masc acc superl sg περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικαῖς — περιληπτικός that may be taken hold of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”